- τιμητεύω
- Α [τιμητής]έχω το αξίωμα τού τιμητού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμητευσάντων — τῑμητευσάντων , τιμητεύω to be censor aor part act masc/neut gen pl τῑμητευσάντων , τιμητεύω to be censor aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητεία — η, ΝΑ [τιμητεύω] (στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία τού τιμητού, τού Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
τιμητεύειν — τῑμητεύειν , τιμητεύω to be censor pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητεύοντος — τῑμητεύοντος , τιμητεύω to be censor pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητεύσαντες — τῑμητεύσαντες , τιμητεύω to be censor aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητεύσας — τῑμητεύσᾱς , τιμητεύω to be censor aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητεύων — τῑμητεύων , τιμητεύω to be censor pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτιμήτευσαν — ἐτῑμήτευσαν , τιμητεύω to be censor aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)